- επίδηλος
- ἐπίδηλος, -ον (Α) [επιδηλώ]1. φανερός, κατάδηλος («ἐπίδηλον ἡμῖν τοῖς προσώποισιν ποιεῖν», Αρφ.)2. αυτός που φανερώνει επερχόμενη κρίση3. αξιοπρόσεκτος, αξιόλογος («εἰ μηδὲν ἐπίδηλον ποιήσουσιν οἱ ἐργάται», Ξεν.)4. αυτός που μοιάζει με κάτι, που φανερώνει κάτι («ἐστὶν ἐπίδηλόν τι πεπανουργικότι», Αρφ.).
Dictionary of Greek. 2013.